|
искриться, сверкать искрами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искриться? — σπιθοβολώ как на (ново)греческом будет слово сверкать искрами? — σπιθοβολώ как с (ново)греческого переводится слово σπιθοβολώ? — искриться, сверкать искрами — εικοτολογία — Σύρα — ξακοσάρι — οπλοδιορθωτής — δοκιμασία — κεντητική — μαγγανευτής — πισωγυρίζω — κοντραμπάστουνο — ξενύχτης — οικώ — ελαφρόνοια — δείλινιάζω — άσκαστος — κρημνίζω — χαμοπέρδικα — σπανακόπιτα — σαλό — ενδύω — αγαλιανός — πολιτισμός |
|||