|
грам. инфинитивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инфинитивный? — απαρεμφατικός как с (ново)греческого переводится слово απαρεμφατικός? — инфинитивный — Γεωργιανή — αντιπροσωπευόμενος — κοφτό — οπτάνθραξ — στίζω — αφίημι — ανακουνιέμαι — κηλίμι — γέρος — κάτι — αντεπικρίνω — κρασάτος — άθυμος — παραπλωτήρ — ακατάποτος — παλιομοδίτικος — αλογοσύρτης — δυσνόητος — δεοτερεύω — γεωλόγος — ξαρματωμένος |
|||