|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αβάφτιστο? — — ξεπλάνεμα — έγειρα — ογκώδης — εξεταστήριο — αντιπροίκι — κουνάδι — άντληση — αναθαρρεύω — ξύλευση — ξελίγωμα — οφθαλμόλουτρο — μπεκάτσα — καρβουνάδικο — ένσταση — αιμωδίασις — γλωσσοβολιά — μαυροβουσκιά — ρητώς — κοχλιοστρόφιο — ταρίχευση — τροχαϊκός |
|||