|
το банкнота в двадцать пять драхм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банкнота в двадцать пять драхм? — εικοσιπεντάρικο как с (ново)греческого переводится слово εικοσιπεντάρικο? — банкнота в двадцать пять драхм — ασυγκράτητος — δεκαπενταπλάσιος — τσαπίζω — επιτηρητικός — θερμοκέφαλος — παλιοπαλιάνθρωπος — κατσικοπόδα — λυκόπουλο — ποντικοφαγωμένος — Ρουμελιώτισσα — ευαπόκτητος — τζαμόπορτα — ανθυψίφωνος — υπερβιταμινούχος — κρεούργησις — βεβηλώνω — επικάθημαι — λαχανιαστός — ελυτρον — αγγειοπληθής — χρεωστώ |
|||