|
η добыча угля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добыча угля? — ανθρακωρυχία как с (ново)греческого переводится слово ανθρακωρυχία? — добыча угля — ορθοτροπισμός — αρνιούμαι — αργόβιος — εμπορεύσιμος — Μαγιάπριλο — δακρυοποιός — αλυτάρωτος — υπομνηματιστής — υαλογραφώ — αντανακλαστήρας — νεσεσσαίρ — αρτοκλασία — αλλόφρων — παροτρύνω — συμπεριλαμβανομένος — απρολόγητος — γκρεκιάζω — μονόματος — βλάπτω — χάλκινος — σαφράν |
|||