|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψηλαφίζομαι? — — τυραγνάω — αιματόμετρο — κοκάλα — ανεξόφλητος — ακόμιστος — λεμφοκύτταρο — βαμβακουργία — ναυτομεσίτης — ανασκελάς — ολοφώτεινος — μπαρμακλίκι — εκδόσιμος — ζωνούλα — απειροπλάσιος — επιτίμηση — κύηση — τροχάδην — μαραίνω — ανασάλεμα — ἧσσον — αντεισηγητής |
|||