Новогреческий словарь
ταξιδεμένος
ταξιδεμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταξιδεμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διανοούμενος
—
ακροβατικός
—
τουρκόφωνος
—
δεκαδικότητα
—
ευνουχισμός
—
παρηγορώ
—
ευλύγιστος
—
δεκαεπταετία
—
κυλινδροπίστονο
—
δόγης
—
διακονεύω
—
ανακαινισμός
—
τραυματικός
—
αεράτος
—
διέφυγαν
—
ερεικώδης
—
εσώψυχα
—
αδιαφόρως
—
μεγάλαυχος
—
πασσαλοσανίς
—
προεόρτιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве