|
ο двоюродный племянник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двоюродный племянник? — μικρανεψιός как с (ново)греческого переводится слово μικρανεψιός? — двоюродный племянник — τροχιοδεικτικός — κοκαλένιος — κίνημα — λαδής — μπροστινός — γοργοπέραστος — λουλάς — αφηρημένος — εκτεθειμένος — αιθήρ — κοιμώ — μεσαίος — μωροφιλόδοξος — πετροκοπιό — τσακνοτσούκαλα — ξεκούτιασμα — αδράχνω — ολεσήνωρ — ενέταμον — μέγιστα — γκαζομετρητής |
|||