|
(-εως) η снабжение запалом, капсюлем #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снабжение запалом? — εμπυρευμάτιση как на (ново)греческом будет слово капсюлем? — εμπυρευμάτιση как с (ново)греческого переводится слово εμπυρευμάτιση? — снабжение запалом, капсюлем — πιονέρης — πολεμητέος — διατείνω — απαρτίζω — στράκα — βραδινή — ουραγία — θηλυπρεπώς — απνευστί — γειαίνω — εμπειρογνώμων — αυτοαιμοθεραπεία — τρακτέρ — πεταυρίζω — πάγκοινος — δερμίτις — καυχησιολόγος — αμφίκαμπτος — συγκεντρωτικώς — αναγνώστρα — τμητός |
|||