|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καστροφύλακας? — — μπουγιουρντί — ξετυλίγω — ορυκτολογικός — επιδεικνύω — ολυμπιονίκης — αντιφρονώ — ζωϊκότητα — βλαισοποδία — πολεμοποιός — ευχέρεια — αήσκιωτος — περικάλυμμα — σφαίρισις — αμπελικός — εγκαινίασμα — έγνων — λεμές — ογδοηνταριά — εγγυοδότης — τυράς — γαργάλι |
|||