καστροφύλακας

формы словаβ
καστροφύλακας



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καστροφύλακας? —


μπουγιουρντίξετυλίγωορυκτολογικόςεπιδεικνύωολυμπιονίκηςαντιφρονώζωϊκότηταβλαισοποδίαπολεμοποιόςευχέρειααήσκιωτοςπερικάλυμμασφαίρισιςαμπελικόςεγκαινίασμαέγνωνλεμέςογδοηνταριάεγγυοδότηςτυράςγαργάλι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit