|
(αόρ. έκλαψα и έκλαυσα, παθ. αόρ. εκλάφτηκα и εκλαύσθην, μετχ. πρκ. κλαμένος) 1. плакать; ~ μέ λυγμούς (или μέ αναφυλλητά) — плакать навзрыд; 2. оплакивать, жалеть; είναι γιά νά τόν κλαις — [phrase]он в очень плохом, жалком состоянии[/phrase]; === άν δέν κλάψει τό παιδί δέν τού δίνουνε βυζί (или δέν τού δίνει η μάνα του βυζί) — [phrase]дитя не плачет, мать не разумеет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плакать? — κλαίω как на (ново)греческом будет слово оплакивать? — κλαίω как на (ново)греческом будет слово жалеть? — κλαίω как с (ново)греческого переводится слово κλαίω? — плакать, оплакивать, жалеть — ξερόχορτο — μοσχόβους — σιδηρογραφία — αδιάζευκτος — αγαθόφρων — αναγκάζω — καρδιοστάλαχτος — τυλώδης — πατριαρχώ — γένια — κρυπτογραφικά — μεταλλεία — επαναφορά — σκονάκι — τουρκοφάσουλο — μήπως — καρκινοειδής — σμαράγδι — δημοκράτης — ψυχοπομπός — κάλλιστος |
|||