|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρυπαντικώς? — — ανθρωπολογικός — τριήμερο — δείλι — ζωοκλόπος — πλεμάτι — πρόστιμο — παρασκευαστής — φθισίατρος — ιστιοραφώ — γραμμοτολόγος — εμαγιέ — αναίμακτα — αυτοστιγμεί — μαϊστροτραμουντάνα — αναβροχιά — μεγαλόπρεπος — επιπλωτήρ — πινακηδόν — υψοδείκτης — σπινθηροβόλος — ακυρότητα |
|||