|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντοματούλα? — — αφροδισιακός — μπότσα — κερί — υδροβιότοπος — ανάψηνος — ζαχαριάζω — καμινέτο — κύρτωμα — τοξοειδής — διάμεσος — παλίουρος — αστρύμωχτος — φορολογούμενος — μετριοφρόνως — βουλγαρικός — ξεδικιούμαι — γειτονόπούλα — ταπώνω — αλάβωτος — μανίκα — τορπιλλικό |
|||