|
το тех. домкрат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово домкрат? — αναβίβαστρον как с (ново)греческого переводится слово αναβίβαστρον? — домкрат — ατρόμαχτος — έθιμο — ενδομορφισμός — αποσύκισμα — ζωόφιλος — κοκκινοσκούφα — μυία — παρλιακός — βελούδινος — λύξα — βατραχίνα — λύκαινα — υπό — λογιασμός — μαρτυριά — αργώ — κλεισώρεια — λιομαζώχτρα — στιγμόμετρο — γλυκόζωος — χορόδραμα |
|||