|
самозакаливающийся (о стали) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самозакаливающийся? — αυτοβαφής как с (ново)греческого переводится слово αυτοβαφής? — самозакаливающийся — κάνας — οπωροπωλείο — ανοίκειος — μαυροπράσινος — θυμώδης — απολέπιση — πάπια — φαγουρίζω — αγνωστικιστικός — αλληλοδιαψεύδομαι — μυαλγία — χρωμογόνος — καμαρωτά — συμπυκνωτής — αμβλύτητα — ακταία — καταδιώξιμος — δαχτυλιά — βεβουλευμένως — επινεφρίδιος — αυτάρκης |
|||