|
церк. литургический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литургический? — λειτουργικός как с (ново)греческого переводится слово λειτουργικός? — литургический — αχτιδοβολή — ατσίκνωτος — χοντραίνω — τί — αρωματοπωλείο — χείλος — σωφρόνισμα — εμπαίκτης — απάστωτος — στρώνω — λειμώνας — τουφεκισμός — νερόβραστος — Αδριανούπολη — σχολιανός — ασπόνδυλα — ιπτάμενος — αρθριτικός — χοληφόρος — μεθυστικός — κώμα |
|||