Новогреческий словарь
τσιμπλού
τσιμπλού
η
та(__,__) у которой гноятся глаза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
та, у которой гноятся глаза
? —
τσιμπλού
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμπλού
? — та, у которой гноятся глаза
#
(ново)греческий словарь
—
φέξη
—
υπόκρουση
—
κεραυνοβόλημα
—
μελλέτι
—
μουστακάκι
—
νεκροκεφαλή
—
αποκατεστημένος
—
καλοδιοίκητος
—
αποξηραντικός
—
οψίγονος
—
καμπίνα
—
ξερομασάω
—
ορνιθολογικός
—
φυλακείον
—
διαβολικός
—
βισμούθιο
—
χαρακτικό
—
γουρνάς
—
αποτελεσματικός
—
βεγιέζα
—
εξερεθισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω