|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαπραγματευτικός? — — ανθύπατος — κολύβριο — κανοναρχίζω — άλευρο — δεινοποιώ — πλανερός — δριμύγευστος — καταταλαιπωρώ — πραιτώριο — κρυπτογαμικός — ξέμετρο — αυλόκηπος — μαχμούρλίδισσα — τεσσαρακοντούτις — Βουλγάρα — βαγιουλεύω — προμετωπίδα — στολαρχίς — ρημαδιό — σχετικότητα — φλεβοτόμος |
|||