|
το винтовка; ружье; παίρνω τό ~ — браться за оружие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винтовка? — τουφέκι как на (ново)греческом будет слово ружье? — τουφέκι как с (ново)греческого переводится слово τουφέκι? — винтовка, ружье — αντικομμουνίστρια — άξια — λογοτεχνία — εκκεντρότητα — θαυματοποιός — αξεκόλλητος — διπλασιασμός — κεσές — ξεπερνώ — κοντοφέρνω — εποχλεύω — αλλοτριώνω — μικρότητα — λαδομπογιατίζομαι — ρεγουλάρω — πριμάτος — κουσκουσουρίσσα — μαγνητογράφος — οσφραίνομαι — εποικοδομητικός — διαχωρισμένος |
|||