|
(αόρ. αντιφέρθηκα и αντεφέρθην) ссориться, враждовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ссориться? — αντιφέρνομαι как на (ново)греческом будет слово враждовать? — αντιφέρνομαι как с (ново)греческого переводится слово αντιφέρνομαι? — ссориться, враждовать — εκτιναγμός — κατάστρατα — θησαυριστής — δρεπανοειδής — επίκρουση — αβδελλώνω — φιλάρετος — διακορεύω — παπυρολογία — βυσσινιά — τραχειακός — αποσπώμαι — βιβλιοφυλάκιον — αγγειοβριθής — διακοίνωση — ελευθεροπραξία — λούμπεν — κονιάκ — στυπτηρία — αμαξοτροχός — παιδοψυχιατρικός |
|||