|
το сорванец (о девочке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорванец? — αγοροκόριτσο как с (ново)греческого переводится слово αγοροκόριτσο? — сорванец — διαθεσιμότητα — αρχηγία — γραμμοφωνώ — παγωνιέρα — ομόφωνος — απανωβάλτης — πλαστικό — παντελονάκι — μοιρολόι — στεναχώρια — μαρκάρω — αχεριώνας — ψύχος — ακτένιστος — πνιγός — βαριακούω — υποθέτω — εντερόκλυσμα — γρίλλια — χονδρίλλη — αβατσίνωτος |
|||