|
το 1) мачта; 2) радиомачта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мачта? — αντεννοκάταρτο как на (ново)греческом будет слово радиомачта? — αντεννοκάταρτο как с (ново)греческого переводится слово αντεννοκάταρτο? — мачта, радиомачта — μαγνητοηλεκτρικός — γκρεκιάζω — μασούριασμα — φροντιστηριακά — διδακτική — Καϊμακτσαλάν — εθελόδουλος — αδελφοσύνη — διασταυρωμένος — βοϊδινός — μαστός — απόγδυμα — ισθμός — λεπτομερής — ρικνότης — προτήτερα — καράτι — ζοχάρι — Γάλλος — παραμήτριος — κατανάλωση |
|||