|
το резец (столяра, скульптора и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резец? — καλέμι как с (ново)греческого переводится слово καλέμι? — резец — υπέρλεπτος — εντροπαλότητα — εξήνεγκον — χάν — γαιοκτήτης — αποθαλασσώνω — υφασμάτινος — απονηρευσία — ασβεστοποιία — ευαλλοίωτος — γρύφονας — σαφήνεια — πυριτικός — εξορκιστικός — αποχαυνωτικός — πεντάπλευρος — σκορδοφάγος — μονοβασικός — λαντουρώ — ολόπλευρος — αντρειωμένος |
|||