|
η щегол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щегол? — καρδερίνα как с (ново)греческого переводится слово καρδερίνα? — щегол — οκτάβα — χαλκέντερος — ταχυκαρδία — αχθοφόρος — υφαντό — λογαριάζω — αναρίθμητος — δυσαλλοίωτος — αντιπροσωπευόμενος — ανείσπραχτος — μυρισμένος — ερμηνέας — διαφόριση — δώσε — χορευταρού — κουζινέτο — αχειραγώγητος — ροκέ — άστροφος — αποκρίνομαι — ενδυναμωτής |
|||