|
το кул. фрикассе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фрикассе? — φρικασσέ как с (ново)греческого переводится слово φρικασσέ? — фрикассе — παθητικά — προσδένομαι — απονέθω — οικοκυρικός — παραπετάω — βραδύνω — εργοδότης — μάρτυρας — χάλυβας — μαυροκέρασο — γαλατοβούτυρο — επικοινωνιολόγος — σίκλος — ανακαμπή — εξυγιαντικός — σκαριφώ — κατσαρίδα — δεντροφυτεύω — μιξούδια — προίκιση — σφαιροειδής |
|||