|
неплотно (свободно) вязать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неплотно вязать? — αγανοπλέκω как с (ново)греческого переводится слово αγανοπλέκω? — неплотно вязать — νεοφοβία — αγγειοπλαστικός — ψυχερός — μελανίνη — πλατύστομος — αφιερώνομαι — ψυχομαραίνω — ακατοχύρωτος — εφτάψυχος — ακράτεια — λιθογλυφικός — επιδεινωτικός — ορειβατικός — εξιχνίαση — δερματολογία — κάλως — αισχύνομαι — θερμοφόρος — συντεχνιακός — βρεφοκομικός — αλειμματοδοχείο |
|||