|
физиол. физиол. извергать семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извергать семя? — εκσπερματώ как с (ново)греческого переводится слово εκσπερματώ? — извергать семя — αυτοεξορίζομαι — γκερντανλού — ξεγύμνωτος — διβόλισμα — πέπλος — ευχήθηκα — επαλήθευση — κορσές — κόρηθρον — αλυσοκλείνω — βοώδης — λάστιχο — αργιλικός — ομολογία — αφόρμισμα — επιβλαβώς — αντιμολυσματικός — προφέρνω — τακουνάς — Αγαθάγγελος — αντενεργών |
|||