|
το табак (разновидность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово табак? — τσεμπέλι как с (ново)греческого переводится слово τσεμπέλι? — табак — ελληνομάχος — εγκεχυμένος — αναδιαπλάθω — εξακισχίλιοι — φελλάχος — μηνορραιμία — πανικά — αναιδής — διόραμα — αξιοθέατος — συνέβγαλμα — ρετσινολαδιά — αποκαθηλώνω — επισκευαστής — μηλωτή — κοντόπαχος — πνθυμώ — ανήλικος — αλφαδάκι — κουβαρντάς — ρυμουλκατζής |
|||