|
ο деревянная балка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянная балка? — ξυλοστάτης как с (ново)греческого переводится слово ξυλοστάτης? — деревянная балка — μεσαριά — λεωφορειακός — αρσενικό — αμφίγλωσσος — άξεστα — γειτονοχώρα — αμετάτροπος — ιδιοπαθής — κονιορτοποιώ — κιαμέτι — σημαντική — φυλακίς — αγουρομαζώνω — καλημέρα — κοκκινίζω — μελικουκκιά — αρθρικός — εδαφισμός — πλεγμάτι — κομμάτια — σκληρός |
|||