Новогреческий словарь




κτηνώδης

κτηνώδης
скотский, животный;
          ~ώδες ένστικτο — животный инстинкт


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово скотский? — κτηνώδης
как на (ново)греческом будет слово животный? — κτηνώδης
как с (ново)греческого переводится слово κτηνώδης? — скотский, животный


#(ново)греческий словарьαπίσχνανσηαμπέλιμισοχαλασμένοςγαλατεράμικροβιοκτόνοςασβεστώδηςαπάντησηδασμόςακυρωτέοςορχηστρούλαχαλιναγωγώμέμψιςμανταλωτόςλεμβοδρομώσκληροπυρηνικόςβάλσιμομεγαλόθυμοςμαγείρισσαεγγυητήςαπάδωκαλλιεργητής


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







латышский словарь, литовский словарь, шведско-русский словарь,