|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εθελόντρια? — — πυριόβολο — Χιονάτη — ξερόβραχος — αψείριστος — ανυψωτήρας — αρμεχτά — ένθερμος — λιγομάρα — χαλκώδες — αδελέαστος — μονόκωπος — σύναπάντεμα — κλειδαράς — στεγνωτήρας — καλοπέφτω — ανάγνωσμα — αλεξίφλογος — εξαπλασίαση — ζαρομάτισσα — γεωμετρία — αποδαύλι |
|||