|
(αόρ. ξαπόστασα) отдыхать; восстанавливать силы; κάθισα νά ~άσω λίγο — [phrase]я присел отдохнуть[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отдыхать? — ξαποσταίνω как на (ново)греческом будет слово восстанавливать силы? — ξαποσταίνω как с (ново)греческого переводится слово ξαποσταίνω? — отдыхать, восстанавливать силы — εστίαση — αεροναύτης — περαστικός — μουκαλίτης — προσημειώνω — δημοσιά — μελέτημα — διέκρους — γυναίκειος — φαλαινοθηρία — παρεπίτροπος — ασφαλώς — απλογραφία — περιπαιχτικός — δαφνιακός — τριφτός — επίκλιση — γιουρουστίζω — αναγνωσματοποιώ — αγγουριά — λάσκα |
|||