|
увеличительный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεγεθυντικός? — — διαρρέω — ψειρόχορτο — γκραβορίτης — γελόκλαμα — μικροπρέπεια — αποπαστρεύω — μεταλλωρυχείο — αποθαλάσσωση — λήσταρχος — ανακάθαρση — αποκουμπώνω — μπατιρώ — συμμοριακός — χαραγή — εμπαιγμός — αποκαθαρίδι — χόρταση — χρυσόψαρο — μπανανόφλουδα — ινστιτούτο — περίγυρος |
|||