μεγεθυντικός

формы словаβ
μεγεθυντικός
увеличительный


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μεγεθυντικός? —


διαρρέωψειρόχορτογκραβορίτηςγελόκλαμαμικροπρέπειααποπαστρεύωμεταλλωρυχείοαποθαλάσσωσηλήσταρχοςανακάθαρσηαποκουμπώνωμπατιρώσυμμοριακόςχαραγήεμπαιγμόςαποκαθαρίδιχόρτασηχρυσόψαρομπανανόφλουδαινστιτούτοπερίγυρος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit