|
(-ητος) η внушительность, величественность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внушительность? — θεαματικότης как на (ново)греческом будет слово величественность? — θεαματικότης как с (ново)греческого переводится слово θεαματικότης? — внушительность, величественность — χλωροσταφιδίτης — σπαρτό — δασυνόμενος — μπαταξής — εξαποστέλλω — ξενόφωνος — κουλτουριάρης — μοναχικότητα — φεουδαρχισμός — φόνισσα — ραστώνη — ανατροπή — λεπτολογία — χρυσοφορω — φινέτσα — κατασπάω — μπουλτόγκ — ορθογραφικός — τριγωνομετρικός — εμπρεσσιονίστρια — ζεύκι |
|||