πενηνταρίζω

формы словаβ
πενηνταρίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πενηνταρίζω? —


σκάψιμοτολμηρότηταψάθηανθυποβάλλωαλαφροσύνηγεμώζωαετοφωλιάταξιδιώτισσααμφίγνωμοςξαλλάζωμαρτύριοδημώδηςψιλώκυνοκέφαλοςευζωνικόςδιακεκαυμένοςξεκουτιαίνωαπιστομώνωκαταφθάνωπολυτεχνείοαδιαγούμητος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit