|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πενηνταρίζω? — — σκάψιμο — τολμηρότητα — ψάθη — ανθυποβάλλω — αλαφροσύνη — γεμώζω — αετοφωλιά — ταξιδιώτισσα — αμφίγνωμος — ξαλλάζω — μαρτύριο — δημώδης — ψιλώ — κυνοκέφαλος — ευζωνικός — διακεκαυμένος — ξεκουτιαίνω — απιστομώνω — καταφθάνω — πολυτεχνείο — αδιαγούμητος |
|||