|
το в разн. знач. полушарие; δυτικό ~ — западное полушарие; ανατολικό ~ — восточное полушарие; τά ~α τού εγκεφάλου — полушария головного мозга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушарие? — ημισφαίριο как с (ново)греческого переводится слово ημισφαίριο? — полушарие — θεσιθηρώ — αναθάρρος — υπεισάγω — ψήγμα — φυσίατρος — νεωτερικά — θρηνωδώ — τραμιθιά — ευπείθεια — αυξαίνω — ιθύνοντες — αποκρυσταλλώνομαι — ψηφάω — μεσόζευγμα — τυπικός — εφαρμόσιμος — ζυγώνω — ακριβοκοιτάζω — καλοήθεια — τάχιστα — ξόδι |
|||