Новогреческий словарь
ημισφαίριο
ημισφαίριο
το в разн. знач.
полушарие
;
δυτικό ~ — западное полушарие
;
ανατολικό ~ — восточное полушарие
;
τά ~α τού εγκεφάλου — полушария головного мозга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полушарие
? —
ημισφαίριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημισφαίριο
? — полушарие
#
(ново)греческий словарь
—
βατόμουρο
—
αβανιάρης
—
καλαμένιος
—
ζεγγί
—
παραπλωτήρ
—
αιμόσταση
—
αποφρακτήρας
—
εξελιξικρατία
—
μεσολαβώ
—
χούνη
—
κωλάκος
—
κλείς
—
προϋποθέτω
—
οδηγητής
—
αμεροληπτώ
—
ζυμώτρα
—
ανταπόδοση
—
αμπελουργός
—
δίψασμα
—
μουνόδουλος
—
μυστικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве