Новогреческий словарь




ημισφαίριο

ημισφαίριο
το в разн. знач. полушарие;
          δυτικό ~ — западное полушарие;
          ανατολικό ~ — восточное полушарие;
          τά ~α τού εγκεφάλου — полушария головного мозга


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово полушарие? — ημισφαίριο
как с (ново)греческого переводится слово ημισφαίριο? — полушарие


#(ново)греческий словарьπολυωνυμικόςυλικόσφένδαμνοςεπιβεβαιωτικόςχοχλάκισμαανθράκωσηντουρήςλιγδερόςγρυκόςπαγωτατζήςγαλαδερφόςκλιματίζομαικαρβουναποθήκηπνιγηρόςπλευριτώνομαιώδεεκτελωνιστήςαγιογράφοςγουρλωτόςεπίπλασμαΜαύρου


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω