Новогреческий словарь
διχοτομούσα
διχοτομούσα
η мат.
биссектриса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
биссектриса
? —
διχοτομούσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διχοτομούσα
? — биссектриса
#
(ново)греческий словарь
—
τριπλά
—
αλογιτία
—
σπαρτιάτικος
—
βεβηλωμένος
—
βοστρυχίζω
—
παραχώνω
—
παραδοτέος
—
γύψωση
—
ψαρική
—
τετρα-
—
τεχνολογικός
—
θαλασσοθραύστης
—
καυχησιολόγος
—
διαμαγνητισμός
—
αναχεντρώνω
—
χαμηλούτσικος
—
νεαρότητα
—
εξοντώνομαι
—
βλαισοποδία
—
διαπήδηση
—
ανατροφέας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве