|
η 1) муз. лира; 2) (Л.) астр. Лира #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лира? — λύρα как на (ново)греческом будет слово Лира? — λύρα как с (ново)греческого переводится слово λύρα? — лира, Лира — ουρογεννητικός — ονειροπόλημα — σκυλολόϊ — τσάρκα — υποβλητικός — σαλτιμπάγκος — ξόανο — σκευάμαξα — σφαλιχτός — γαλήνευμα — ωμοπλατοσκοπία — μελάκι — ισοσταθμία — θορυβοποιός — αγκυνάρα — χασομερώ — αμαντάλωτος — υποχωρητικότητα — γρίλα — εχμάζω — δολιχοκεφαλία |
|||