|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμόλευτα? — — κλύσμα — ελεφαντόδετος — επισκίασις — αρδευόμενος — ετερόρρυθμος — ωχρότητα — εγκάθειρξη — χυλοποιώ — άργητα — σαλιγγάρι — σκεβρός — αιμοβαφής — λώρος — αυτοκοτάκριση — ιδεάζομαι — φιλαρμονική — Κίνα — σουρωτός — αποξεχνώ — χρυσορράπτης — διάχυτος |
|||