|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουβερτούλα? — — θειαφής — κοντυλογραμμένος — ψιθυριστής — διασωστικός — μάρς — συναπτός — ατμοκλίβανος — επίθεμα — κοκκινέλλι — σύμμαχος — διάστροφος — τριχοφυΐα — ανεπίτρεπτος — μονιάς — περίσφιγξις — αναπαυτήριο — ασπρορρουχού — εκτυφλωτικός — αντενοκάταρτο — Τεμπελοχώρα — ανερυθρίαστος |
|||