|
ο ветвь, ветка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ветвь? — κλώνος как на (ново)греческом будет слово ветка? — κλώνος как с (ново)греческого переводится слово κλώνος? — ветвь, ветка — βιράρω — καμακίζω — υδροκυανικός — ιστόρημα — μαρμαρουργός — ταίς — άβλητος — εξήφθην — μεσαύλιο — υδροφόρα — πεννιά — περκνιάρης — μίτος — εδραίωση — χοιρινός — γεφυροπλάστιγξ — αερηθμός — χρωστούμενος — αντιπέμπω — κανάτα — συννεφής |
|||