μαγνητισμός

формы словаβ
μαγνητισμός
ο магнетизм;
          γήινος ~ — земной магнетизм;
          ζωικός ~ — животный магнетизм



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово магнетизм? — μαγνητισμός
как с (ново)греческого переводится слово μαγνητισμός? — магнетизм


Λόντρααληθινότητααιμάσσωνπραξικόπημασουρομαδώκαταβάλλωοχληρόςκατρουλιόγερόντισσαπολύγονοςλεπτούλιεπιψευδαργυρώνωκοπροσκυλιάζωστυφτικότηταιστιολόγιοπροπορεύομαικαλυμμαύχιοπαρουσίασηκοραλλιοθήραςψιψιρίζωμονοσκοίνι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit