|
ο перстень с печатью; печатка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перстень с печатью? — σφραγιδόλιθος как на (ново)греческом будет слово печатка? — σφραγιδόλιθος как с (ново)греческого переводится слово σφραγιδόλιθος? — перстень с печатью, печатка — δανειστικός — εγρετής — μεσουράνηση — κολύμβησις — παστάδα — προετοιμάζω — εντομοφθόρος — τρωγλωδύτισσα — αρχιδούκας — υστερόβουλος — κυματοθραύστης — απογερνώ — κωλαρίνος — ενθουσιασμένος — κατώγι — δικτατορεία — κρυπτογραφώ — αποχρωστικός — υδρορρόη — ιερακιδέας — εγγλεζοπούλα |
|||