|
η турецкое владычество; επί ~ς — в годы турецкого владычества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турецкое владычество? — τουρκοκρατία как с (ново)греческого переводится слово τουρκοκρατία? — турецкое владычество — συμμετρικός — σποραδικότητα — καταδιωκτικός — προίκα — πτέρις — επτακοσιοστός — άπληστος — Ελβετίδα — σαπουνάδικο — αρκουδάκι — γαληνίτης — αναθαρρύνω — τσιατάλι — αντιμέμφομαι — επαλλάσσομαι — μνηστευτικός — αγγουροντοματοσαλάτα — ξεχειλίζω — δημηγορικός — ποδηλατοδρόμιο — κοντόκορμος |
|||