|
разн. знач. глубоко; σκάβω βαθιά — копать глубоко; κοιμάμαι βαθιά — спать глубоким сном; αναστενάζω βαθιά — глубоко вздыхать; βαθιά τή νύχτα — глубокой ночью; βαθιά τήν αυγή — на рассвете #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глубоко? — βαθέως как с (ново)греческого переводится слово βαθέως? — глубоко — επανώδεμα — σταυραϊτός — μουντζουρώνω — αφοσίωση — σκοπούμενος — στόλος — ανατριχούμαι — λαυλακιάζω — εικοσαριά — αλατόλοκκος — Ιρακινος — στρωτά — σκληρία — σεργιάνι — λεμβούχος — εγωτικός — τηλεόραση — εκτοκαρδία — ψηλά — εμβολιοθεραπευτική — κομματιάζω |
|||