Новогреческий словарь
καρποκτησία
καρποκτησία
η юр.
право пользования продуктом, плодами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
право пользования продуктом
? —
καρποκτησία
как на
(ново)греческом
будет слово
плодами
? —
καρποκτησία
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρποκτησία
? — право пользования продуктом, плодами
#
(ново)греческий словарь
—
σοροκολεβάντες
—
ακρόαση
—
συλλογικότητα
—
δακτυλίτιδα
—
μυομήτριο
—
χάμουρα
—
μετατύπωση
—
σκάσιμο
—
ανθίβολο
—
αποτροπιαστικός
—
ηλεκτροσταθμός
—
αμαθήτευτος
—
πυρετωδώς
—
φεγγαρένιος
—
αλσύλιο
—
σκυλεύω
—
αντιστύλωμα
—
καμηλό
—
ίνα
—
αζωτικός
—
αποπωματίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω