|
(αόρ. αντέπεισα) переубеждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переубеждать? — αντιπείθω как с (ново)греческого переводится слово αντιπείθω? — переубеждать — μετωνυμικός — πελεκάς — άργαστος — ωφελιμότητα — τρίτο — κυψελιδικός — μάνητα — γαλαζόμαυρος — παρατεταγμένα — ανακοχλιώνω — λειψάρης — γουρλού — εμφιλοχωρησία — σταρ — γρεναδιέρος — ηλεκτρολύω — άθραυστος — αιματοβρεγμένος — διεκχέο — γυπάετος — υπνοβάτης |
|||