|
το дальномер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дальномер? — διαστημόμετρο как с (ново)греческого переводится слово διαστημόμετρο? — дальномер — χαμένος — άπαν — ασπάρακτος — σύμβουλος — αποχωμάτωση — συμβολαιογραφικός — ασυμμέτρως — μεταλλακτικός — γιανιάζω — βρυσομάννα — βρεφολουτήρας — αντάμης — σένσι — χορικό — βαθύπεδος — νεοζωϊσμός — επικονιασμός — στηθούρι — ανύδρευτος — ανοσφρησία — εισήλασα |
|||