|
эл. заряжать (батарею) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заряжать? — φορτίζω как с (ново)греческого переводится слово φορτίζω? — заряжать — ηλιόβλητος — κονίασις — οντολογικώς — προσπελάζοντες — αψήλωτος — κλωνάρι — στανικά — φελπεδένιος — θαλασσομαχητό — φρεναπάτη — μαγεύω — αντιβαίνω — νοσώδης — διασταυρωμένος — έλειος — αρχαιοκαπηλία — επιδίωξη — υψίφωτον — καμηλόμαλλο — συγκόπτω — μαλάκυνση |
|||