|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναπαλαιώνω? — — κατασυγχύζω — αποπάτι — ολόχρυσος — Αυστραλή — νεροπρίονο — ξεποδαριάζω — ανερεύνητος — οδοντοσφράγιση — μοιρολάτρισσα — θωρακοφόρος — λάρα — μνημονικός — καστελλάνος — κλαδεύτρια — διάπηγμα — ενεργοβόρος — αθάνατος — παρέλαση — τριγλωσσία — κακότεχνος — νήδυμος |
|||